- παρόρειος
- -ον, Ααυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν-όρειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρόρειος — near a mountain masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόρειον — παρόρειος near a mountain masc/fem acc sg παρόρειος near a mountain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορείοις — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορείου — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρορείῳ — παρόρειος near a mountain masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИСАВРИЯ — • Isauria, Ίσαυρία, небольшая, малоизвестная область Малой Азии, граничила на востоке с Лаконией, на севере с Ликаонией и Φρυγία παρόρειος, на западе с Писидией и на юге с суровой Киликией. Только ее северная часть, менее других… … Реальный словарь классических древностей
παρόριος — (I) ον, Α παρόρειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + όριος (< ὄρος)]. (II) ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κοντά στα όρια, στα σύνορα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρόρια τα όρια, τα σύνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(ά) * + όριος (< ὅρος [Ι]), πρβλ. μεθ… … Dictionary of Greek